κουτσαβάκης

κουτσαβάκης
ο, θηλ. κουτσαβάκισσα
1. τύπος μάγκα τής παλιάς Αθήνας
2. αυτός που παριστάνει τον παληκαρά, ψευτοπαληκαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κουτσαβάκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουτσαβάκης — ο ο ψευτοπαλικαράς, νταής: Μας κάνει τον κουτσαβάκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… …   Wikipedia

  • κουραδόμαγκας — ο μάγκας που εμφανίζεται και ως ψευτοπαληκαράς, κουτσαβάκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι (Ι) + μάγκας] …   Dictionary of Greek

  • κουτσαβάκι — το ο κουτσαβάκης …   Dictionary of Greek

  • κουτσαβάκικος — η, ο [κουτσαβάκης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κουτσαβάκη …   Dictionary of Greek

  • κούτσαβος — ο μεγεθ τού κουτσαβάκης …   Dictionary of Greek

  • βλάμης — ο (λ. αλβαν.), θηλ. βλάμισσα 1. αδελφοποιτός, φίλος, σύντροφος. 2. ο φίλος του γαμπρού. 3. ο παλικαράς, ο κουτσαβάκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσαβάκι — το υποκορ. του κουτσαβάκης αυτός που κάνει τον νταή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”